- ὑθλορρήμων
- ὑθλορρήμων, ον, gen. ονος,A talking nonsense, prating, Tz.H.4.375.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υθλορρήμων — ον, Μ αυτός που φλυαρεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕθλος «φλυαρία» + ρρήμων (< ῥῆμα + κατάλ. ων), πρβλ. κομπο ρρήμων] … Dictionary of Greek